- αΐσσω
- ἀΐσσω και ἄσσω (αττ. ᾄττω ή ἄττω) (Α)Ι. ενεργ.1. (για κάθε απότομη ή βίαιη κίνηση) (και ως μέσο) κινούμαι ορμητικά, εκσφενδονίζομαι, εξακοντίζομαι, ορμώ, ρίχνομαι2. εκπέμπω λάμψη, λάμπω, αστράφτω όπως το φως3. (για οξύ πόνο) διαπερνώ, σουβλίζω4. (για πτηνά) πετώ γρήγορα, σχίζω τον αέρα5. (για σκιές, φαντάσματα κ.λπ.) κινούμαι γρήγορα και αθόρυβα, γλιστρώ6. (για δέντρα) αναπτύσσομαι γρήγορα, αυξάνομαι σε ύψος7. στρέφομαι με προθυμία και ζήλο σε κάτι, επιδιώκω, και μτφ. ορμώ σε κάτι8. θέτω κάτι σε κίνηση, ανακινώ9. αναγκάζω, βιάζω10. (με παθ. σημ.) φέρομαι, παρασύρομαιΙΙ. παθ.1. διαφεύγω, ξεφεύγω, γλιστρώ2. (για τα μαλλιά) αναδεύομαι, κυματίζω3. (για κλαδιά φυτών) βλαστάνω, πετώ.[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολογίας. Λόγω τών προβλημάτων που δημιουργεί η ετυμολόγηση τής λ. από τ. *Fai-Fικ-yω (ρίζα Fικ- με αναδιπλασιασμό, που πλησιάζει στο αρχ. ινδ. ve-vij-ya-te «οπισθοχωρώ, υποχωρώ») ως προς τη σημασια τής λέξεως, ανυπαρξία τού υποτιθεμένου F κ.ά. είναι προτιμότερο να παραχθεί όπως έχει προταθεί, από τη ρίζα *aιF- τού αἰόλος* (πρβλ. κορυθαίολος και κορυθάιξ), ήτοι ἀίσσω < *aiF-ῑκ-yω (με επίθημα -ῑκ- που βρίσκουμε και στο φοιν-ῑκ-ς).ΠΑΡ. αρχ. ἄΐγδην, ἀϊκή.ΣΥΝΘ. αρχ. ἀν-αΐσσω, ἀπ-αΐσσω, δι-αΐσσω, ἐπ-αΐσσω, κορυθ-άιξ, μετ-αΐσσω, παρ-αΐσσω, πολυ-άιξ].
Dictionary of Greek. 2013.